καταστεφής

καταστεφής
καταστεφής
crowned
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καταστεφής — καταστεφής, ές (Α) 1. αυτός που φορεί στεφάνι στο κεφάλι, ο στεφανωμένος 2. (για κλάδο ικετηρίας ράβδου) στεφανωμένος με έριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + στεφής (< στέφος), πρβλ. επι στεφής, περι στεφής] …   Dictionary of Greek

  • καταστεφῆ — καταστεφής crowned neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) καταστεφής crowned masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) καταστεφής crowned masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστεφεῖς — καταστεφής crowned masc/fem acc pl καταστεφής crowned masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταστεφέες — καταστεφής crowned masc/fem nom/voc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”